- ἀνθρωποθύτης
- ἀ̱νθρωποθύτης , ἀνθρωποθυτέωoffer human sacrificesimperf ind act 2nd sg (doric aeolic)ἀνθρωποθυτέωoffer human sacrificesimperf ind act 2nd sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανθρωποθύτης — ο αυτός που οδηγεί στη σφαγή χωρίς φειδώ ανθρώπους σε καιρό πολέμου για να επιτύχει τη νίκη και να δοξαστεί ο ίδιος … Dictionary of Greek